- φωταψία
- η иллюминация
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φωταψία — η, ΝΜ άπλετος φωτισμός, φωταγώγηση, φωτοχυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + αψία (< άπτης < ἅπτω «αγγίζω, ανάβω»), πρβλ. λυχν αψία, χειρ αψία] … Dictionary of Greek
φωταψία — η η φωταγώγηση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έξαψη — η (AM ἔξαψις) [εξάπτω] 1. θέρμανση, καύση («τυρὸς σιτίων ἔξαψιν ποιήσει», Ιπποκρ.) 2. ένταση, διέγερση, αγανάκτηση («έξαψη τών παθών») νεοελλ. ιατρ. αίσθημα θερμότητας στο πρόσωπο που έρχεται απότομα και παροδικά και συνοδεύεται από ερυθρότητα… … Dictionary of Greek
κατάλαμψις — κατάλαμψις, ἡ (Α) [καταλάμπω] 1. το να μεταδίδει κάτι μεγάλη λάμψη 2. φωτισμός, φωταγωγία, φωταψία … Dictionary of Greek
καταφωτισμός — καταφωτισμός, ὁ (Α) [καταφωτίζω] άφθονος φωτισμός, φωταψία … Dictionary of Greek
κηραψία — και κεραψία, ἡ (Μ) το άναμμα κεριών, η φωταψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + αψία (< ἅπτω «ανάβω»), πρβλ. λυχν αψία, φωτ αψία] … Dictionary of Greek
ντονανμάς — και ντουνανμάς και ντουναλμάς, ο (Μ ντονανμάς και ντουνανμάς και ντουναλμάς) 1. στόλος 2. φωταψία, δημόσιος πανηγυρισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. donanma] … Dictionary of Greek
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek
φωτοχυσία — η, ΝΜΑ πλημμύρα φωτός, φωταψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + χυσία (< χυτης < χέω)] … Dictionary of Greek
φωταγώγηση — η φωτοχυσία, φωταψία, φωτισμός με πολλά φώτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωτοχυσία — η η πλημμύρα φωτός, η φωταγώγηση, η φωταψία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)